- λακαταπύγων
- λᾱκαταπύγων [ῡ], ον, gen. ονος,A = καταπύγων with intens. prefix λα-, Ar.Ach.664.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λακαταπύγων — λακαταπύγων, ον (Α) πάρα πολύ αισχρός, ασελγής, επιρρεπής σε παρά φύσιν συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λα * + καταπύγων «αισχρός, ασελγής»] … Dictionary of Greek
λακαταπύγων — λᾱκαταπύ̱γων , λακαταπύγων masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)